"Κεφάλαιο 3"


Η Περλίν αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά μου χωρίς τελικά να με "παρηγορήσει" για την κακή τύχη του συντρόφου μου. Θες που με άφησε με την όρεξη, θες η ένταση της μέρας και που δεν είμαι συνηθισμένος να ξαπλώνω σε μαλακά κρεβάτια με ζεστά στρωσίδια και καθαρά σεντόνια, δεν με έπαιρνε ο ύπνος με τίποτα. Αναρωτιόμουν πως είναι δυνατόν εδώ και τόσες μέρες να βρίσκουμε παντού, αδειανούς κάδους, με μοναδικό περιεχόμενο υπολείμματα φαγητού και διάφορες ακαθαρσίες. Τι κάνουν σ’αυτή την πόλη με τα άδεια μπουκάλια, τα παλιά ρούχα, τα σπασμένα πιάτα, τα άχρηστα οικιακά σκεύη? Όσο κι αν το σκεφτόμουνα λογική εξήγηση δεν έβρισκα. Βέβαια, η αναθεματισμένη η κρίση έχει αντίκτυπο και στη δική μας τη δουλειά, αφού οι άνθρωποι των κατώτερων και μεσαίων τάξεων, τώρα πια δεν πετάνε τόσο εύκολα πράγματα που βρίσκονται σε καλή κατάσταση και είναι ακόμη χρήσιμα, αλλά όχι κι έτσι! Θυμήθηκα και κάτι άλλο, στο οποίο μέχρι στιγμής δεν είχα δώσει προσοχή, αν και ήταν πράγματι εντυπωσιακό: οχτώ μέρες στη Βούδα και δεν είχα δει στο δρόμο καμιά παράσταση. Ούτε ακροβάτες και παλιάτσοι, ούτε τραγουδιστές, ούτε κωμικοί! Σε αυτή την πόλη που άλλοτε ήταν ολόκληρη ένα τεράστιο τσίρκο! Όλα αυτά μου φαίνονταν πολύ περίεργα...
Τότε μου ήρθε ξαφνικά στο μυαλό το έγγραφο που είχα βρει στα σκουπίδια του Ύπατου Αρμοστή. Δεν ξέρω γιατί το συνδύασα, αλλά σκέφτηκα ότι ίσως να έβρισκα σε αυτό μια απάντηση στις απορίες μου. Σηκώθηκα μέσα στο σκοτάδι, με πολύ προσοχή για να μην ξυπνήσω την Περλίν, πήρα το σακάκι μου κι άρχισα να ψάχνω τις τσέπες. Το έγγραφο ήταν εκεί. Άναψα ένα μικρό κερί στο τραπέζι κοντά στο παράθυρο και μέσα στο μισοσκόταδο άρχισα να το μελετάω, χωρίς όμως να καταλαβαίνω και πολλά ή μάλλον, χωρίς να καταλαβαίνω τίποτα.
Το μήνυμα δεν είχε συγκεκριμένους αποδέκτες, ούτε υπογραφή, αλλά υπήρχε μια σφραγίδα του παρουσίαζε ένα πολύ περίεργο έμβλημα (το οποίο ήμουν σίγουρος ότι κάπου το έχω ξαναδεί αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ που): ένας κύκλος διαβαθμισμένος σε μοίρες, και στο εσωτερικό του σχηματιζόταν ένα αστέρι, μέσα στο αστέρι πάλι υπήρχαν δυο σύμβολα, που το ένα έμοιαζε με μισοφέγγαρο ή λεπίδα από γιαταγάνι ή δρεπάνι, ενώ το άλλο έμοιαζε με μεγάλο “Τ”. Τι σήμαινε το παράξενο αυτό έμβλημα?
Το κείμενο του εγγράφου έλεγε:
"Όταν ο νικημένος Θεός από την εξορία του στο βασίλειο του Υιού του αντικρίσει τον πρίγκιπα του σκότους, κι υιός του νικημένου Θεού και βασιλιάς νικητής, θα αφήσει το βασίλειό του και θα περάσει στη χώρα των ταπεινών, τότε η έφοδός τους προς τον Ουρανό θα φέρει αίμα και φωτιά. Ένας πολεμιστής από το παρελθόν θα ξυπνήσει τα παλιά οράματα, ανασύροντας την ανόσια γραφή της αρχής του τέλους της Ρώμης – κληρονομιά των απόκληρων. Επειδή οι κληρονόμοι είναι οι ίδιοι σφετεριστές, η διαθήκη δεν πρέπει να ανοιχτεί. Γαλάζιο αίμα θα ρεύσει: του αυτοκράτορα ή του βασιλιά αποστάτη? Η ένδοξη πόλη, μόνο μέσα από τ'αποκαΐδια της θ'αναστηθεί. Την τελική μάχη θα κρίνει η ανόσια γραφή."
Φυσικά ήταν κάποιος κώδικας, αλλά παρόλο που έχω εξασκηθεί πάρα πολύ στην αποκωδικοποίηση μηνυμάτων –όταν ήμουν σπουδαστής στη σχολή εφέδρων αξιωματικών συντεχνιακής άμυνας- πολύ λίγα καταλά-βαινα από αυτό το κείμενο.
Ποιος ήταν ο νικημένος Θεός? Σίγουρα υπάρχουν πολλοί νικημένοι θεοί στον καιρό μας, αυτοί των αρχαίων θρησκειών. Ο Ιησούς των χριστιανών, ο Γιαχβέ των εβραίων, ο Αλλάχ των μουσουλμάνων, αλλά εδώ κάποιον ή κάτι τωρινό συμβολίζει ο "νικημένος Θεός", όπως κι ο "πρίγκιπας του σκότους" κι ο “βασιλιάς αποστάτης”.
Διάβαζα και ξαναδιάβαζα το μυστήριο έγγραφο, αλλά όλο και περισσότερο μπερδευόμουν. Μέχρι που κατάλαβα πως ήταν ανοησία και άσκοπο να προσπαθώ να σπάσω τον κώδικα μόνος μου, χωρίς καν να έχω κάποιους οδηγούς συμβολισμών ή πρόσβαση σε διαδικτυακή βιβλιοθήκη. Αυτοί που τον έγραψαν ήταν ιδιαίτερα επιδέξιοι στη σύνταξη κωδικοποιημένων γραφών, κι εφόσον ήταν και συνωμότες ή μέλη κάποιας παράνομης σέχτας, θα ήταν και πάρα πολύ προσεκτικοί. Ύστερα, πήρα υπόψη μου και το ενδεχόμενο να μην ήταν τελικά κώδικας αλλά οι λογοτεχνικοί πειραματισμοί κάποιου γραφιά της Ύπατης Αρμοστείας που πιστεύει τον εαυτό του για ποιητή! Σκέφτηκα πως το καλύτερο θα ήταν, να βρω έναν σίγουρο και γρήγορο τρόπο να στείλω το έγγραφο στο αρχηγείο της συντεχνίας, εκεί θα μπορούσαν να το αποκρυπτογραφήσουν και να αξιολογήσουν τη σπουδαιότητά του. Ο πιο σίγουρος κι ο πιο γρήγορος τρόπος για να γίνει αυτό, ήταν να το πάω εγώ ο ίδιος. Με αυτή την απόφαση ηρέμησα κι έκλεισα τα μάτια μου να ξεκουραστώ λίγο. Παρόλο που είχε αρχίσει ήδη να ξημερώνει, είχα αρκετό χρόνο για ύπνο, αφού στα μπουρδέλα, δεν ξυπνά κανείς πριν το μεσημέρι κι εξάλλου, έπρεπε πριν φύγουμε, να περιμένουμε να αρχίσει για τα καλά η κυκλοφορία στην πόλη, ώστε να ανακατευτούμε με τους διαβάτες και να περάσουμε όσο το δυνατόν απαρατήρητοι από τους φύλακες, που σίγουρα θα μας αναζητούσαν.
Το άλλο πρωί, μόλις ξυπνήσαμε, φύγαμε βιαστικά. Δωρίσαμε στα κορίτσια μας τα ωραιότερα ρούχα και παπούτσια που είχαμε βρει στους κάδους της ύπατης αρμοστείας, και στο σπίτι αφήσαμε τις καπότες, κάποια όμορφα σκεπάσματα και τα κεριά. Αποχαιρετήσαμε τις αξιαγάπητες κυρίες που μας έσωσαν τη ζωή και μας χάρισαν μια τόσο όμορφη φιλοξενία και βγήκαμε στο δρόμο φορτωμένοι ξανά τους σάκους μας (που τώρα ήταν αρκετά πιο ελαφριοί).
- "Πάντως εδώ στην Τετραρχία" μας είπε η κυρά–Σωσώ ξεπροβοδίζοντάς μας, "πουτάνες, πούστηδες, ζιγκολό κι έμποροι χασίς, συνεχίζουμε να βγάζουμε τα σκουπίδια μας στους κάδους. Με το μπαρδόν, αλλά το σαβουάρ-βιβρ της καλής κοινωνίας δεν μας πιάνει εμάς!"
Ακούσαμε την παρότρυνσή της κι αρχίσαμε να ψάχνουμε τους κάδους απορριμμάτων στους δρόμους της Τετραρχίας. Με έκπληξη ανακαλύψαμε ότι υπήρχαν σε αυτούς όλα τα χρήσιμα πράγματα που πρέπει να βρίσκει κανείς ψάχνοντας στα σκουπίδια και που τίποτε από αυτά δεν είχαμε βρει μέρες τώρα στην υπόλοιπη Βούδα.
- "Είδες Βοτανειάτη?" παρατήρησε ο Κιάι, "τελικά οι άνθρωποι των λαϊκών γκέτο φαίνεται πως είναι πιο πλούσιοι από αυτούς των σικ συνοικιών!"
- "Κάτι πολύ περίεργο συμβαίνει εδώ Κιάι. Και δεν είναι μόνο τα σκουπίδια..."
- "Αλλά?"
- "Όσες μέρες είμαστε στη Βούδα, είδες καμιά παράσταση στο δρόμο? Κανένα γελωτοποιό, κανένα τραγουδιστή ή ακροβάτη?"
- "Τώρα που το λες... Όχι! Κανέναν! Κι αυτή η πόλη την τελευταία φορά που περάσαμε ήταν ένα τεράστιο τσίρκο! Πολύ περίεργο πράγματι!"
- "Και θυμάσαι πως απέφευγαν όλοι εκείνον το ζητιάνο στην "πλατεία της νίκης των φιλελευθέρων"? Έκαναν σαν να μην τον βλέπουν και κανείς δεν του έδινε τίποτα... Λες και κάτι φοβόντουσαν!"
- "Έχεις δίκιο, αλλά τι να φοβούνται? Ίσα-ίσα που το ιερατείο προτρέπει τους εργάτες στη φιλανθρωπία και στην ελεημοσύνη."
- "Μέσα σε όλα αυτά είναι κι εκείνο το έγγραφο..."
- "Ποιο, αυτό που βρήκες χθες στους κάδους του Ύπατου Αρμοστή? Θα πρέπει να είναι κάτι πολύ σημαντικό για να είναι γραμμένο σε χαρτί! Έχει σχέση με όλα αυτά?"
- "Δεν ξέρω. Είναι γραμμένο σε κώδικα."
- "Λογικό. Το τρελό είναι ότι το βρήκες στα σκουπίδια!"
- "Εκτός κι αν ήταν εκεί για να το βρει κάποιος άλλος!"
- "Ο οποίος όμως δεν το βρήκε και πιθανά τώρα θα το αναζητά, μαζί με αυτούς που το πήρανε. Από ποιον είναι και σε ποιον απευθύνεται?"
Του έδωσα να διαβάσει το έγγραφο και φυσικά ούτε αυτός έβγαλε κάποιο νόημα, ούτε είχε ξαναδεί ποτέ το έμβλημα της σφραγίδας. Του είπα για την απόφασή μου να πάμε το έγγραφο στο αρχηγείο της συντεχνίας και συμφώνησε.
- "Αλλά πρώτα πρέπει να μάθουμε που βρίσκετε τώρα το αρχηγείο..." παρατήρησε κι είχε δίκιο, γιατί το αρχηγείο της συντεχνίας, για λόγους ασφάλειας, μετακινείται συνεχώς.
- "Πάμε γραμμή στα εντευκτήρια της συντεχνίας να βρούμε κάποιον σύνδεσμο" είπα.
- "Και να φάμε κάτι Βοτανειάτη! Φύγαμε τόσο βιαστικά από το μπουρδέλο που δεν πήραμε ούτε πρωινό!"
Για να φτάσουμε στο εντευκτήριο της συντεχνίας έπρεπε να διασχίσουμε όλο το κέντρο της Βούδας, μέχρι την παλιά πόλη. Εκεί υπήρχε το ξενοδοχείο "ΕΔΕΜ", υπερπολυτελείας, για εργάτες ή υποτελείς εμπόρους της ανώτερης βαθμίδας ευδαιμονίας ή ακόμα και για μικρομετόχους. Πανύψηλοι κι ευθυτενείς πορτιέρηδες υποδέχονται με βαθιές υποκλίσεις τους πλούσιους "σκλάβους", που πιστεύουνε ότι σε τίποτα δεν διαφέρουνε από τους "κυρίους" τους. Το πιστωμένο με εκατομμύρια πόντους ευδαιμονίας χάραγμά τους, τους δίνει τη δυνατότητα συμμετοχής σε απολαύσεις απαγορευμένες για τον απλό λαό, τους ανοίγει την πόρτα των σαλέ που συχνάζουν οι μέτοχοι, τους δίνει ακόμα και σπίτια παρόμοια με αυτά των μετόχων στις ίδιες ακριβές συνοικίες ή έστω εκεί κοντά! Το κυριότερο: τους δίνει εξουσία πάνω στους κατώτερούς τους εργάτες! Καλώς ήλθατε στην κοινωνία της ευμάρειας!!!
Κάναμε αρκετά μεγάλο κύκλο για να φτάσουμε στην παλιά πόλη, αφού αποφεύγαμε τους μεγάλους δρόμους που η φρουρά είχε στήσει μπλόκα για να μας βρει. Είδαμε από μακριά ένα τέτοιο μπλόκο: είχαν πιάσει ένα ρακοσυλλέκτη είχαν αδειάσει καταγής το σάκο του, του σπάγανε τα πράγματά του ή τα κλέβανε μπροστά στα μάτια του αν τους άρεσε κάτι. Τον ίδιο τον είχαν γδύσει –μες τη μέση του δρόμου!- για να ψάξουν τα ρούχα του. Έτρεμε από το κρύο και το φόβο του κι αυτοί τον χλευάζανε και τον απειλούσαν.
- "Κοίτα τι κάναμε!" είπα στον Κιάι "Δικό μας κατόρθωμα είναι αυτό!" αν και στην πραγματικότητα ο μόνος ένοχος, το ξέρω καλά αυτό, είναι το απάνθρωπο σύστημα των εταιριών. Μετά βίας συγκράτησα τον Κιάι να μην ορμήξει, η αλήθεια είναι πως θα μπορούσε μόνος του να ξεμπερδεύει εύκολα με το μικρό απόσπασμα της φρουράς, αλλά θα έκανε τα πράγματα χειρότερα μετά: τα άλλα μπλόκα θα γίνονταν πιο βίαια και αυστηρά. Περιμέναμε ωστόσο μέχρι να δούμε ότι άφησαν το ρακοσυλλέκτη να φύγει.
Μετά από μια μεγάλη περιπλάνηση στα σοκάκια της Βούδας, φτάσαμε κάποτε στο hotel Eden. Στρίψαμε σε ένα στενάκι στο πλάι του ξενοδοχείου, εκεί ακριβώς που βρίσκονται οι κάδοι του. Κάδοι τόσο τεράστιοι, κατασκευασμένοι για να μετακινούνται από τους γερανούς των ειδικών οχημάτων αποκομιδής, που κανένας φυσιολογικός άνθρωπος δεν θα μπορούσε να τους μετακινήσει μόνος του. Τρεις μαζί κι αν είναι αρκετά δυνατοί! Ο Κιάι όμως δεν είναι φυσιολογικός άνθρωπος: μετακίνησε μόνος του δυο τέτοιους, από έναν σε κάθε χέρι! Όσες φορές κι αν το΄χω δει, το βρίσκω πάντα συναρπαστικό θέαμα, ένας μικροσκοπικός ανθρωπάκος σαν τον Κιάι, να μετακινεί αυτούς τους τεράστιους κάδους! Ύστερα σήκωσε μια βαριά σχάρα στο δρόμο και από μια μικρή σκάλα κατεβήκαμε στον υπόνομο.
Μετά από ενάμιση χιλιόμετρο περίπου υπόγειας διαδρομής, βρεθήκαμε στο εντευκτήριο της συντεχνίας. Ακριβώς από πάνω -25 μέτρα περίπου- βρίσκεται το προσωπικό ανάκτορο του προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας παραγωγής ατσαλιού, Τζόσεφ Στάλανο, που είναι από τους πιο πωρωμένους οπαδούς του εταιρικού συστήματος και φανατικός εχθρός των ανθρώπων χωρίς χάραγμα και των συντεχνιών. Που να ήξερε τι γίνεται κάτω από τα πόδια του!
Το εντευκτήριο της συντεχνίας στη Βούδα, είναι ένας πολύ όμορφος χώρος. Επειδή είναι βαθιά κάτω στη γη, αυτό δε σημαίνει ότι είναι κάποιο σκοτεινό, χωρίς αέρα, στενό και στενάχωρο μέρος. Κάθε άλλο! Πρόκειται για ένα θαύμα αρχιτεκτονικής και ένα μνημείο της ικανότητας, των γνώσεων και της εφευρετικότητας των ανθρώπων χωρίς χάραγμα. Ένα σύστημα από αεραγωγούς φροντίζει για τη συνεχή ροή φρέσκου αέρα ενώ μια σειρά από φωταγωγούς -που ξεκινάνε από τους κήπους του ανακτόρου του προέδρου Στάλανο και κανείς δεν φαντάζεται τι είναι- μέσω ενός πανέξυπνου συστήματος με καθρέφτες, παρέχουν στο χώρο άφθονο φυσικό φωτισμό. Υπάρχει επίσης ενεργειακή ροή, που φυσικά κλέβουμε από το ανάκτορο!
Ο ίδιος ο χώρος του εντευκτηρίου είναι τεράστιος. Έχει πισίνα, γυμναστήριο, έναν μικρό κήπο, χώρο ξεκούρασης κι αναψυχής με ζεστά ποτά και πολλά παλιά βιβλία και τέλος, εστιατόριο με μεγάλη ποικιλία φαγητών και ξενώνες με ζεστά κρεβάτια. Πήγαμε κατευθείαν στο εστιατόριο. Δε χρειάστηκε δεύτερη ματιά στο μενού για να επισημάνουμε τις ελλείψεις.
- "Έχει μόνο φασολάδα, ρύζι με μπαμπού και κάρι, σπαγγέτι με τυρί κι από σαλάτες λάχανο με καρότο. Έχει κι ελιές." μας ενημέρωσε ο συνάδελφος στο μπουφέ.
- "Γιατί τόση ποικιλία?" αστειεύτηκε ο Κιάι.
- "Εσύ να μου πεις" απάντησε ο μπουφετζής, "εσείς οι δυο ας πούμε, τι καλό μας φέρατε?" γιατί βέβαια τα έσοδα του εντευκτηρίου προέρχονται από τις δικές μας εισφορές.
- " Λίγα πράγματα συνάδελφε" ανταπάντησα, "τελευταία δεν πάνε καλά οι δουλειές."
- "Ε, το ίδιο ισχύει και για τους άλλους. Να είστε ευχαριστημένοι που υπάρχει κι η φασολάδα. Από τα αποθέματα μαγειρεύω..."
Αφού τελειώσαμε το φαγητό μας πήγαμε στο χώρο του αναψυκτηρίου. Όσο ο Κιάι έψαχνε στη βιβλιοθήκη μήπως και βρει κάποιο βιβλίο για κώδικες ή σύμβολα, ή για τις παλιές θρησκείες, εγώ πήγα στο γραμματέα.
- "Γεια και χαρά συνάδελφε. Εγώ κι ο σύντροφός μου χρειαζόμαστε σύνδεσμο..."
- "Γεια σου και σένα" αντιχαιρέτισε, "σύνθημα παρακαλώ?"
- "Πατάτες!"
- "Στο φούρνο ή τηγανιστές?",
- "Γιαχνί!"
- "Περίμενε, θα σε φωνάξω εγώ."
Κάθε μέλος της συντεχνίας έχει το δικό του σύνθημα που είναι καταχωρημένο μαζί με τα στοιχεία του στη βάση δεδομένων της συντεχνίας. Ο γραμματέας κοιτάζοντας το ηλεκτρονικό του αρχείο μπορούσε σε μερικά δευτερόλεπτα να ξέρει τα ονόματά μας, το συντεχνιακό ιστορικό μας, από που ερχόμαστε κι αν ήμαστε σε κάποια αποστολή.
Πήγα κι έψαχνα κι εγώ τα βιβλία μαζί με τον Κιάι. Ο γραμματέας μετά από δυο λεπτά ήρθε προς το μέρος μας.
- "Είσαι ο Βοτανειάτης?" με ρώτησε.
- "Ναι. Κι αυτός εδώ ο Κιάι."
- "Και τι στο διάολο κάνετε εδώ?! Σας περιμένουν εδώ και μέρες στην Αθήνα!"
- "Α, ναι... φοβερή παρεξήγηση. Θα σου εξηγήσω..."
- "Ατυχία ευγενικέ συνάδελφε, μεγάλη ατυχία!" πετάχτηκε ο Κιάι απολογητικά.
- "Κιάι μη με διακόπτεις, άσε να εξηγήσω στο συνάδελφο... λες για το μήνυμα που είχαμε στείλει από Σόφια ότι μπαρκάρουμε για Πειραιά?"
- "Ναι, ακριβώς. Πάει πάνω από βδομάδα."
- "Λοιπόν, όπως είπε κι ο σύντροφος Κιάι, μεγάλη ατυχία! Πήγαμε στο σιδηροδρομικό σταθμό της Σόφιας και ψάξαμε την αποβάθρα με εμπορεύματα για Θεσσαλονίκη. Από κει θα μπαρκάραμε με το πρώτο καράβι για Πειραιά..."
- "Λοιπόν? Η Βούδα είναι στην αντίθετη κατεύθυνση. ΤΙ ΚΑΝΕΤΕ ΕΔΩ!?"
- "Την ίδια απορία είχαμε κι εμείς όταν βγήκαμε από το τρένο και καταλάβαμε ότι είμαστε στη Βούδα. Δε φαντάζεσαι την έκπληξή μας! Φαίνεται ότι μπήκαμε σε λάθος κοντέηνερ!"
Ο σύντροφος γραμματέας έμεινε για λίγο σιωπηλός κοιτάζοντάς μας με δυσπιστία. Κανείς μας δεν μιλούσε, μόνο κοιταζόμαστε αμήχανα. Στο τέλος, ήταν ο Κιάι που έσπασε πρώτος την ενοχλητική σιωπή.
- "Τι?! Τι?! Δεν μας πιστεύεις δηλαδή?"
- "Όχι δεν είναι αυτό" είπε με παραιτημένη φωνή ο γραμματέας, "απλά σκεφτόμουν πως αν εσείς οι δυο είστε οι ικανότεροι για να γίνεται υπασπιστές του Επίτιμου... η συντεχνία θα πρέπει να περνάει πολύ δύσκολες στιγμές!"
- "Τι λες?!!! Τι λές?!!!" ούρλιαξε θιγμένος ο Κιάι, παρακάμπτοντας το σημαντικό στα όσα είπε ο γραμματέας.
- "Αλήθεια τι λες? Υπασπιστές του Επίτιμου....?"
- "Να η αποστολή σας: πρέπει να ταξιδέψετε στην Αθήνα -όπου υποτίθεται ότι βρίσκεστε ήδη– και να παρουσιαστείτε στον Επίτιμο. Τα υπόλοιπα θα σας τα εξηγήσει αυτός. Φύγετε τώρα κιόλας! Έχετε αργήσει ήδη εφτά μέρες! Κι ας σας φωτίσουν τα άστρα κι οι πλανήτες να μη βρεθείτε στη Μόσχα!"
- "Μα ξέρεις σύντροφε, εμείς σκεφτόμασταν να περάσουμε από το αρχηγείο... είναι κάπου στο δρόμο για την Αθήνα?"
- "Όσο είναι κι η Βούδα στο δρόμο από Σόφια για Θεσσαλονίκη! Αλλά με τη δική σας γεωγραφία όλα είναι πιθανά!"
Φύγαμε αμέσως κι ούτε τα βιβλία του εντευκτηρίου δεν προλάβαμε να συμβουλευτούμε. Στο δρόμο ο Κιάι γκρίνιαζε.
- "Τι κακοπροαίρετος άνθρωπος! Να κάνει τέτοιο ζήτημα για ένα τόσο δα λαθάκι που θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα! Και στο κάτω κάτω, δεν είχαμε ιδέα ότι μας έχει ανατεθεί αποστολή!"
- "Ναι..." συμφώνησα "Τι στον Πλούτωνα! Δικαίωμά μας δεν είναι να πάμε και στο Βόρειο Πόλο άμα θέλουμε? Χοντροκώλη καρεκλάκια γραφειοκράτη!"
- "Ωστόσο, όσο κακοπροαίρετος και κομπλεξικός κι αν είναι, δεν παύει να είναι αξιωματούχος της συντεχνίας. Γιατί δεν του δώσαμε τον κώδικα να τον στείλει στο αρχηγείο?"
- "Γιατί Κιάι, πιστεύω ότι αυτός ο κώδικας είναι σωστός δυναμίτης! Είμαι σίγουρος ότι αν κάποιος αγγελιοφόρος συντεχνίας, βρεθεί σε έλεγχο της φρουράς με αυτό το έγγραφο επάνω του, θα "χαθούν τα ίχνη του" και θα "αγνοείται" επ’ άπειρον! Εξάλλου δεν χρειάζεται καν να βάλουμε σε κίνδυνο κάποιον τρίτο. Ξεχνάς που πάμε?"
- "Λες ο Επίτιμος να μπορεί να βοηθήσει στην αποκρυπτογράφηση του εγγράφου?"
- "Κι όχι μόνο! Είμαι βέβαιος ότι εφόσον σχετίζεται με κάποια συνωμοσία –που μάλλον σχετίζεται- η συντεχνία έχει ήδη τις πληροφορίες της κι η αποστολή μας θα έχει να κάνει με αυτό. Όπως και με όλα αυτά τα περίεργα που είδαμε τις τελευταίες μέρες στη Βούδα."
- "Γιατί πιστεύεις κάτι τέτοιο?"
- "Πρέπει οπωσδήποτε να συμβαίνει κάτι εξαιρετικό και ιδιαίτερο για να επαναδραστηριοποιείται ο Επίτιμος. Για σκέψου: ο Επίτιμος! Τι νομίζεις εσύ? Ότι θα απασχολούσαν την απόλυτη κορυφή της συντεχνιακής ζωής, το μυαλό και την ψυχή της ελευθερίας μας, το ζωντανό φορέα της ιστορίας μας, για κάτι συνηθισμένο? Έναν άνθρωπο που χαίρει τέτοιου οικουμενικού σεβασμού, ώστε να μπορεί να μιλάει απ’ ευθείας με τον Ύπατο?! Έναν ηθικό και πνευματικό ογκόλιθο, που..."
- "Μάλλον έχεις δίκιο..." με διέκοψε ο Κιάι, "για να σηκωθεί ο Επίτιμος από το κρεβάτι της Όλαλά, κάτι πολύ σοβαρό θα συμβαίνει. Λένε πως έχει αποφασίσει να αφήσει την τελευταία του πνοή κάνοντας σεξ μαζί της!"
"Ήσουν, είσαι και θα είσαι ένα γουρούνι!" ήταν το πρώτο που μου ήρθε να του πω, αλλά συγκρατήθηκα: δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για έναν καυγά μεταξύ μας. Μέχρι που φτάσαμε στο σιδηροδρομικό σταθμό δεν ξανάπα λέξη: για ποιο λόγο να μιλάω με έναν αχρείο που δεν αντιλαμβάνεται το μέγεθος της ιστορικής προ-σωπικότητας αυτού του γίγαντα της πολιτικής, αλλά μόνο περιορίζεται σε κακοήθειες για την οικογενειακή του ζωή? Περπατούσα αμίλητος βράζοντας από το θυμό μου...
Αφού διασχίσαμε τη μισή πόλη, φτάσαμε στο σιδηροδρομικό σταθμό λίγο πριν δύσει ο ήλιος. Ήμασταν τυχεροί: ένα φορτηγό που πήγαινε κατευθείαν στην Αθήνα –με κάμποσες ενδιάμεσες στάσεις φυσικά- θα έφευγε τα μεσάνυχτα. Δώσαμε στο φύλακα ένα σχεδόν καινούργιο όμορφο κι ακριβό τηλέφωνο, που είχαμε βρει στα σκουπίδια κάποιου δρόμου της Τετραρχίας, για να γυρίσει την πλάτη του στο βαγόνι που φύλαγε, καθώς εμείς επιβιβαζόμασταν παίρνοντας θέση ανάμεσα στα εμπορεύματα.
Το βαγόνι μας ήταν γεμάτο με ακατέργαστα δέρματα, ανυπόφορη μπόχα! Τα μούτρα του Κιάι όταν κατάλαβε που μπήκαμε –που λόγω της γενετικής του βελτίωσης έχει πολύ πιο δυνατή όσφρηση από τους συνηθισμένους ανθρώπους- με αποζημίωσαν για το θυμό που κατάπια πριν λίγο!
- "Αυτός ο φύλακας μας ξεγέλασε! Ετούτο το βαγόνι δεν αξίζει με τίποτα μια συσκευή τηλεπικοινωνίας!"
- "Να του κάνεις καταγγελία στον εμπορικό δικαστή και να ζητήσεις αποζημίωση!" σάρκασα ευχαριστημένος. "Θα κάνουμε πάνω από είκοσι ώρες να φτάσουμε και θα χρειαστεί να δωροδοκήσουμε κι άλλους φύλακες αν θελήσουμε να κατεβούμε σε κάποιο σταθμό να ξεμουδιάσουμε. Έχουμε τίποτα αξίας στους σάκους μας?"
- "Εγώ δεν έχω και σπουδαία πράγματα... ένα ωραίο ρολόι και μια δερμάτινη ζώνη είναι τα καλύτερα."
- "Κι εγώ έχω μια φορητή συσκευή εικονικής πραγματικότητας, που όμως χρειάζεται επισκευή. Φτάνουν αυτά για δυο στάσεις."
Μέχρι που ξεκίνησε το τραίνο, διαβάζαμε και ξαναδιαβάζαμε τον κώδικα, συνδυάζοντας τις γνώσεις μας και φτιάχνοντας διάφορα σενάρια για τη σημασία των συμβολισμών και τη μεταξύ τους σχέση. Πιο πολύ για να περνά η ώρα με την ψευδαίσθηση ότι κάνουμε κάτι σημαντικό, γιατί όσο περισσότερο το κουβεντιάζαμε τόσο πιο ακατανόητο κι ασυνάρτητο μας φαινότανε. Μόλις όμως το τραίνο ξεκίνησε, στρώσαμε σε μια γωνιά του βαγονιού που να μην φαίνεται από την πόρτα αρκετά δέρματα, βγάλαμε και τις δικές μας κουβέρτες και με το νανουριστικό λίκνισμα του συρμού, κοιμηθήκαμε αμέσως...

Το άλλο βράδυ, μετά από εικοσιδυό ώρες ταξίδι, φτάσαμε στην πιο θορυβώδη και χαοτική πόλη του κόσμου: την Αθήνα. Εδώ οι άνθρωποι σου δίνουν την εντύπωση ότι δεν κοιμούνται ποτέ! Κι αυτό γιατί, ενώ την ημέρα όλη η πόλη είναι ένα τεράστιο παζάρι που μπορείς να βρεις τα πιο τρελά πράγματα, η βασική της οικονομική δραστηριότητα είναι η νυχτερινή κραιπάλη. Τόσο πολυποίκιλη, τόσο έντονη, τόσο μεγάλη, που από ολόκληρο τον κόσμο έρχονται εδώ, μόνο και μόνο για να γευτούν την ξεχωριστή εμπειρία της Αθηναϊκής νύχτας!
Είναι πολύ δύσκολο αλήθεια, να περιγράψει κανείς αυτή την απερίγραπτη πόλη. Στο κέντρο της –ορατό από κάθε σημείο της- δεσπόζει το πανάρχαιο κάστρο πάνω στον ιστορικό βράχο της Ακρόπολης. Εκεί, εδώ και χιλιάδες χρόνια, υπάρχουν έργα τέχνης που η ύπαρξή τους δίνει αξία στον ανθρώπινο πολιτισμό, μέτρα της αισθητικής τελειότητας, της ομορφιάς και του ανώτερου πνεύματος! Πάνω σε αυτόν το βράχο, που περπάτησαν και δίδαξαν άντρες γίγαντες της σκέψης, θα μπορούσε κανείς να διαλογιστεί, μέχρι που ο νους του να ελευθερωθεί από τις επίγειες προσκολλήσεις και να συναντήσει το πνεύμα των αρχαίων σοφών στη νιρβάνα των πιο αφηρημένων ιδεών. Θα μπορούσε βέβαια, αν δεν τον έπνιγε η τσίκνα που ανεβαίνει από τους δρόμους της νέας Αθήνας, γιατί σε καμιά άλλη πόλη του κόσμου δεν θα συναντήσεις τόσες ψησταριές που μάλιστα δουλεύουν όλο το εικοσιτετράωρο. Σου δίνεται η εντύπωση ότι κανείς εδώ δεν μαγειρεύει στο σπίτι του, ούτε και κανείς τρώει οτιδήποτε άλλο, εκτός από ψητό κρέας!
Με το σουβλάκι τους στο χέρι, οι Αθηναίοι γυρνάνε από μαγαζί σε μαγαζί και παζαρεύουν τα πάντα, θα αγοράσουν ότι τους προσφερθεί στη χαμηλότερη τιμή, χωρίς να το χρειάζονται απαραίτητα. Μιλάνε φωνάζοντας και χειρονομώντας, χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος, έτσι που νομίζεις ότι όλοι τσακώνονται με όλους. Πολλές φορές βέβαια συμβαίνει πράγματι να τσακώνονται, οι καυγάδες εδώ είναι τόσο συχνοί όσο και τα σουβλάκια. Κι αν τύχει να δεις καυγά μεταξύ Αθηναίων (που θα τύχει οπωσδήποτε), τις πρώτες φορές είναι αληθινά τρομακτικό: εξακοντίζουν τέτοιες απειλές και προσβολές ο ένας στον άλλο και με τέτοια αγριότητα, που δεν σου αφήνουν καμιά αμφιβολία ότι θα χυθεί αίμα! Ευτυχώς όμως, μένουνε πάντα στα λόγια. Μπορούν να κάθονται με τις ώρες και να ανταλλάσσουν απειλές και βρισιές, αλλά μέχρι εκεί: σχεδόν κανείς Αθηναίος δεν θα χτυπηθεί στ’ αλήθεια με κάποιον, παρόλο που οι μισοί από αυτούς καυχιόνται στις παρέες τους, ότι έχουν δείρει τους άλλους μισούς.
Μια άλλη, ευχάριστη, ιδιαιτερότητα της Αθήνας, είναι οι πολύ συχνές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις διαμαρτυρίας. Στον τόπο αυτό, που στο απώτατο παρελθόν γέννησε την ίδια την ιδέα της δημοκρατίας και στο πέρασμα των αιώνων έχει ζήσει όχι και λίγες εξεγέρσεις κι επαναστάσεις, υπάρχουν ακόμα πολλοί άνθρωποι που έχουν ελεύθερο πνεύμα κι αντιστέκονται άφοβα στις αυθαιρεσίες της εξουσίας.
Την αγαπώ αυτή την πόλη, γιατί με κάνει να νιώθω ελεύθερος: οι αντιθέσεις της μαζί με τον άναρχο χαρακτήρα της, η πλεονεξία της σε συνδυασμό με τη βαθιά φτώχεια της, τα νεύρα της μέσα στην πλήρη απραξία της, η αταραξία της πριν από τον πανικό της, μου δημιουργούν τη βεβαιότητα μιας τέτοιας παρακμής, που γίνεται "ο σπόρος που πεθαίνει"! Πάντα εγκυμονεί, αν και σπάνια γεννά...
Το σπίτι της Όλαλά και του Επίτιμου είναι στο κέντρο της πόλης, στη συνοικία που βρίσκεται κάτω από την Ακρόπολη, όχι πολύ μακριά από το σιδηροδρομικό σταθμό. Καμιά ώρα περπάτημα. Φτάσαμε λοιπόν γύρω στα μεσάνυχτα. Μας υποδέχτηκαν εγκάρδια, κανείς δεν κοιμότανε αφού η Όλαλά μόλις εκείνη την ώρα ξεκινούσε για το κλουβί που εμφανίζεται. Βλέποντας από κοντά τη μεγάλη αυτή σταρ, εντυπωσιαστήκαμε κι οι δυο μας από τη λάμψη της αλλά κι από την απλότητά της. Μας φέρθηκε σαν να ήμασταν κάποιοι παλιοί, καλοί της φίλοι. Αφού μας καλοδέχτηκε κι έδωσε οδηγίες να μας περιποιηθούν, ζήτησε συγγνώμη γιατί έπρεπε να μας αφήσει μόνους, αφού πλησίαζε η ώρα που εμφανιζόταν. Περιμέναμε στο σαλόνι να έρθει ο Αλκμάρ κι ένιωθα δέος που θα συναντούσα από κοντά αυτόν το γίγαντα αλλά και μεγάλη υπερηφάνεια που η συντεχνία είχε επιλέξει εμάς –ανάμεσα σε τόσα εκατομμύρια ρακοσυλλέκτες- για να αναλάβουμε μαζί του μια, το δίχως άλλο, εξαιρετικά σημαντική αποστολή!