"Κεφάλαιο 1"


Ελευθέρου ανθρώπου αρχή η Θεού αναρχία.” Έτσι αρχίζει “το αλφαβητάρι της ελευθερίας” που διδάσκεται σ' όλα τα σχολεία των συντεχνιών1 των ανθρώπων χωρίς χάραγμα2 κι αυτή ήταν και η πρώτη φράση που έμαθα να γράφω και να διαβάζω, όπως άλλωστε κι όλα τα παιδιά των συντεχνιών. Σίγουρα τότε δεν καταλάβαινα τη σοφία αυτής της φράσης, αλλά ακόμα και μέχρι σήμερα δεν είμαι σίγουρος ότι έχω καταλάβει απόλυτα το νόημά της, αν και πολύ συχνά τη σκέφτηκα στις τρεις και πλέον δεκαετίες που περάσανε από τότε που τη διδάχτηκα και μάλιστα πολλές φορές τη συζήτησα με συναδέλφους μου της συντεχνίας των ρακοσυλλεκτών ή ακόμη και με συναδέλφους από άλλες συντεχνίες, όπως για παράδειγμα ο Τζωρτζ Λαφαντό της συντεχνίας των επετών –που όμως πια έχει αρνηθεί τη συντεχνιακή ζωή και ασκητεύει σε κάποια μυστική θρησκευτική κοινότητα στο ελληνικό αρχιπέλαγος- γνωστός παγκόσμια για τη διάνοιά του και τις γνώσεις του στη φιλοσοφία, τη φυσική και την αστρολογία από τότε που ρεζίλεψε σε δημόσιο διάλογο τον ύπατο αστροφάντη του οικουμενικού αστρολογικού ιερατείου της Στάμπουλα Πα3, τον ανώτατο δηλαδή αρχιερέα της παγκόσμιας θρησκείας4.
Το νόημά της μοιάζει εκ πρώτης όψεως απλό, αλλά δεν είναι. Γιατί, τι’ναι Θεός? Είναι πέρα και πάνω από τον άνθρωπο ο Θεός ή η συνείδησή του? Είναι το δημιουργό άπειρο ή δημιούργημα του πεπερασμένου της ανθρώπι-νης φύσης? Είναι όριο ή διαφυγή? Καθήκον ή καταφυγή? Οι γνώμες είναι πολλές γύρω από το ζήτημα και νομίζω πως όλες είναι σωστές, ακριβώς γιατί ο "Θεός" είναι άναρχος. Είναι τα πάντα και τίποτα, δρα ή αδρανεί χωρίς κανόνες, παρών στην απουσία του, είναι χωρίς να υφίσταται. Δεν είμαι σοφός, ούτε καν ιδιαίτερα έξυπνος για να έχω τέτοιους προβληματισμούς, αλλά η ελευθερία είναι το μόνο που έχουμε οι άνθρωποι δίχως χάραγμα κι έτσι το ζήτημα του άναρχου Θεού που την οριοθετεί, είναι πολύ σοβαρό για μας, σχεδόν υπαρξιακό.
Αυτά συζητούσαμε εκείνο το απόγευμα με τον Κιάι, παλιό μέλος της συντεχνίας των υπαίθριων διασκεδα-στών και σύντροφό μου εδώ και χρόνια στο ψάξιμο των σκουπιδιών, ένα απόγευμα που τριγυρνώντας στη Βούδα αμέριμνοι κι απογοητευμένοι αναζητούσαμε σχεδόν μάταια κάτι χρήσιμο στα σκουπίδια. Τα ευρήματά μας ήταν -μέρες τώρα- πενιχρά, αλλά καμιά απελπισία δεν δικαιολογεί την ανοησία που σε λίγο θα επιχειρούσαμε: το ψάξιμο των σκουπιδιών του Ύπατου Αρμοστή5 της Υπέρτατης Αρχής6. Σε φυσιολογικές συνθήκες δεν θα τολμούσαμε ποτέ κάτι τέτοιο, αν μας έβλεπε κάποιος φύλακας αλίμονό μας, αφού η ρακοσυλλογή σε χώρους οργάνων της Υπατείας7, συγκλητικών,8 ή μελών διοικητι-κών συμβουλίων εταιριών, θεωρείται επικίνδυνο κακούρ-γημα και τιμωρείται πολύ αυστηρά. Όμως, εξαιτίας της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης γίνονται περικοπές σε κάθε τομέα των δημοσίων δαπανών και από αυτόν τον κανόνα δεν ξέφυγε ούτε το σώμα υπερεταιρικών φυλάκων, που έχει ελαττώσει δραστικά το προσωπικό του, με αποτέλεσμα οι σκοπιές και οι περιπολίες σε όλα τα κτίρια και τις εγκαταστάσεις της Υπέρτατης Αρχής, να είναι αρκετά μειωμένες. Επιπλέον εδώ και αρκετές μέρες δεν είχαμε βρει τίποτα αξιόλογο στα απορρίμματα αυτής της λαμπρής πόλης, η ζωή των ρακοσυλλεκτών δεν είναι πάντα τόσο εύκολη όσο νομίζουν οι περισσότεροι από τους ανθρώπους με χάραγμα9 που μας περιφρονούν σαν τεμπέληδες κι έτσι είχαμε φτάσει στα όρια της αντοχής μας. Εξαντλημένοι, άπρακτοι κι απογοητευμένοι, τριγυρνούσαμε από δω κι από κει, όταν περνώντας έξω από την έπαυλη του Ύπατου Αρμοστή ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του Κιάι καθώς, ενώ εγώ αγόρευα περί άναρχου Θεού κι ελευθερίας, αυτός πρόσεξε τη χαλαρότητα στα μέτρα ασφαλείας.
- "Μπα? Λιτότητα και στις σκοπιές του έπαρχου?" παρατήρησε "Ευκαιρία να βγάλουμε τα σπασμένα!" Και πριν προλάβω να τον συνετίσω ή έστω να τον συγκρατήσω, μένα σάλτο πάνω από το φράχτη βρέθηκε στο εσωτερικό του περιβόλου. Αναγκαστικά τον ακολούθησα, αν και όχι με τόση ευκολία αφού δεν υπήρξα ποτέ μου ακροβάτης ή αθλητής για να διαθέτω την ευκινησία του, αντίθετα είμαι μάλλον λίγο εύσωμος και βαρύς. Μέχρι να καταφέρω εγώ να περάσω το φράχτη ο Κιάι είχε κιόλας φτάσει στους κάδους, είχε αδειάσει το περιεχόμενό τους καταγής κι έψαχνε με μανία. Το πρώτο του εύρημα ήταν ένα μπουκάλι ακριβό κρασί –σχεδόν άθικτο- που άρχισε να πίνει επιτόπου. Κάτι πήγα να πω για το πόσο ανόητος είναι και για τον κίνδυνο που διατρέχουμε εξαιτίας του, αλλά μόλις δοκίμασα κι εγώ το περιεχόμενο του μπουκαλιού τα ξέχασα όλα: πρέπει να ήταν τουλάχιστον 25 ετών από τις καλύτερες ποικιλίες κόκκινων σταφυλιών, σίγουρα από ηφαιστειογενές έδαφος, πιθανά από κάποιο νησί του Αιγαίου Πελάγους. Ένα μεγάλο κουτί με ξηρούς καρπούς ήταν το δεύτερο εύρημα, ό,τι καλύτερο για να συνοδέψουμε το κρασί και να χορτάσουμε την πείνα μας. Και τα σπουδαία ευρήματα διαδέχονταν το ένα το άλλο: μια ντουζίνα σπασμένες πορσελάνες, κεριά πρώτης ποιότητας ελάχιστα χρησιμοποιημένα, σχεδόν καινούρια ρούχα και παπούτσια που απλά είχε περάσει η σεζόν τους, ληγμένες αλλά αχρησιμοποίητες μέσα στο κουτί τους καπότες, μινιατούρες και παιδικά παιχνίδια σε άριστη κατάσταση, διάφορα ανακυκλώσιμα υλικά και πολλά άλλα όμορφα και χρήσιμα πράγματα. Όσα από αυτά δεν χρησιμοποιούσαμε οι ίδιοι, θα τα ανταλλάσσαμε με άλλα χρειαζούμενα σε καταστήματα λαϊκής κατανάλωσης ή σε χειρωνακτικά εργαστήρια ή θα τα πηγαίναμε στις αποθήκες της συντεχνίας. Γεμίσαμε τους σάκους μας με περισσότερα από όσα χωράνε κι ετοιμαζόμασταν να φύγουμε τρέχοντας, όταν η προσοχή μου έπεσε σένα τσαλακωμένο χαρτί. Ένα έγγραφο εκτυπωμένο και με σφραγίδα, έμοιαζε σαν κάτι πολύ επίσημο. Εξάλλου, τα έγγραφα σε χαρτί επιτρέπονται μόνο για πολύ σημαντικές περιπτώσεις επικοινωνίας των οργάνων της υπέρτατης αρχής ή των ανωτάτων οργάνων των εταιριών, τα κοινά έγγραφα πρέπει να στέλνονται με τηλεπικοινωνία. Ο επίσημος λόγος είναι η προστασία των δασών από την αλόγιστη υλοτομία και η οικονομία, αλλά ο αληθινός λόγος είναι ότι έτσι οι εταιρικές και υπερεταιρικές αρχές μπορούν να έχουν τον απόλυτο έλεγχο των επικοινωνιών. Άφησα το σάκο μου κάτω, σήκωσα το χαρτί, το ξετσαλάκωσα κι άρχισα να το διαβάζω με προσοχή...
Η συντεχνία των ρακοσυλλεκτών, όπως κι όλες οι συντεχνίες των ανθρώπων χωρίς χάραγμα, ζει στο περιθώριο της κοινωνίας των εταιριών και στα όρια της ανοχής της. Ιστορικά και πολιτικά, αυτοπροσδιορι-ζόμαστε ως απόγονοι και συνεχιστές της Πολιτείας των Ίσων Ανθρώπων10, που απείλησε τα θεμέλια της εταιρικής πολιτειακής οργάνωσης κι έδειξε στους εργάτες11 ότι είναι δυνατή η ζωή χωρίς την προστασία και την καταπίεση των εταιριών, μια ζωή με ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη. Επιπλέον, ακριβώς επειδή δεν έχουμε χάραγμα, δεν μπορούμε να συμμετέχουμε στις διαδικασίες παραγωγής και κατανάλωσης. Θεωρούμαστε λοιπόν εχθροί του εταιρικού συστήματος διακυβέρνησης κι έτσι πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί απέναντι στις εταιρίες ή στα όργανα της Υπέρτατης Αρχής αφού κι η πιο απλή δράση μας μπορεί να εκληφθεί ως πρόκληση ή και απειλή και να γίνει αφορμή για μέτρα εναντίον των συντεχνιών. Βρισκόμαστε σε μια συνεχή σύγκρουση με τα κράτη των εταιριών και την Υπέρτατη Αρχή έτσι ώστε οι συντεχνίες έχουν όχι μόνο κοινωνικό κι οργανωτικό ρόλο άλλά και πολιτικό, αφού είναι η μόνη γραμμή άμυνας των ανθρώπων χωρίς χάραγμα. Κάθε μέλος συντεχνίας είναι κι ένας στρατιώτης, ένας στρατευμένος ελεύθερος άνθρωπος που δουλεύει όχι μόνο για το δικό του καλό αλλά και για το καλό της συντεχνίας.
Σε αντίθεση με τις εταιρίες που είναι κράτη, οι συντεχνίες είναι ελεύθερες κοινότητες, θα μπορούσαμε να τις πούμε ακόμα και αντικράτη. Η συμβίωσή μας στηρίζεται στην αλληλεγγύη και την ισότητα και όχι σε σχέσεις κυριαρχίας. Υπάρχουν οι θεσμοί συντεχνιακής αλληλεγγύης και συλλογικών αγαθών, όπως τα σχολεία, οι σταθμοί υγείας, οι ξενώνες και τα μαγειρεία (όπου μπορεί κάθε μέλος της συντεχνίας να κοιμηθεί και να φάει δωρεάν), υπάρχουν οι ομάδες περιφρούρησης των συντεχνιακών δικαιωμάτων, ένα είδος ένοπλης φρουράς που όλοι και όλες υπηρετούμε για ένα μήνα κάθε χρόνο ή κάθε δύο χρόνια, υπάρχουν οι συντεχνιακοί κανόνες και νόμοι, υπάρχει ακόμα και μια δημοκρατικά εκλεγμένη συντεχνιακή διοίκηση, που τα μέλη της ανανεώνονται κατά το ένα τρίτο κάθε δυο χρόνια. Οι συντεχνίες ακριβώς επειδή δεν είναι κράτη, δεν έχουν υπηκόους αλλά ελεύθερα μέλη. Μόνο με την ελεύθερη βούλησή του γίνεται κανείς μέλος μιας συντεχνίας και για όσο χρόνο θέλει. Μπορεί επίσης να αλλάξει συντεχνία εφόσον αλλάξει επάγγελμα, όπως ο Κιάι, που ήταν υπήκοος της εταιρίας πολιτιστικών και αθλητικών δραστηριοτήτων και μεγάλος πρωταθλητής των μαχητικών αθλημάτων, αλλά αρνήθηκε την εταιρική υπηκοότητά του και το χάραγμα κι έγινε αρχικά μέλος της συντεχνίας υπαίθριων διασκεδαστών κι αργότερα εντάχθηκε στη συντεχνία των ρακοσυλλεκτών.
Όλες οι συντεχνίες έχουν πανομοιότυπες ιδεολογικές αρχές και κανονισμούς λειτουργίας και ιδρύθηκαν πριν από τριανταπέντε χρόνια περίπου, μετά τη μάχη του Πέραν (στην ανατολική ακτή του Κεράτιου κόλπου, στη Στάμπουλα Πα) και την καταστροφή της Πολιτείας των Ίσων Ανθρώπων. Τότε ήταν που μεταφέρθηκε και η έδρα της Υπέρτατης Αρχής στη Στάμπουλα Πα, που πριν ήταν η πρωτεύουσα της Ισολιτείας. Η πόλη καταστράφηκε και ξαναχτίστηκε από την αρχή, αντίγραφο της λαμπρής αρχαίας πρωτεύουσας που βρισκόταν στη θέση αυτή κατά τα χρόνια της Χριστιανικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κι ονομαζόταν Κωνσταντινούπολη, προς τιμή του Αυτοκράτορα ιδρυτή της.
Τα πρώτα μέλη των συντεχνιών ήταν οι πολίτες της Πολιτείας των Ίσων Ανθρώπων, που μετά την ήττα και την καταστροφή της, αρνήθηκαν να υποταχθούν στις εταιρίες και να γίνουν υπήκοοι εργάτες τους. Γι αυτό και τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής τους ήταν στην παρανομία και σε διαρκή πόλεμο με τα κράτη των εταιριών και την Υπέρτατη Αρχή. Αργότερα όμως, έγινε Ύπατος ο Φωκίων ο Καλιμάσσιος, που κρατά το θρόνο μέχρι και σήμερα, μέτοχος εφτά μεγάλων εταιριών και δεκαπέντε μικρότερων, εκπρόσωπος του κόμματος των "ειρηνοποιών". Αυτός υιοθέτησε το "δόγμα της ανεκτικότητας", που αναγνωρίζει το δικαίωμα ύπαρξης των ανθρώπων χωρίς χάραγμα στο περιθώριο της κοινωνίας της ευμάρειας (έτσι ονομάζεται το σύστημα των εταιριών) και με τον όρο να μην παραβαίνουν τους νόμους της Υπέρτατης Αρχής και των εταιρικών κρατών. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι σταμάτησαν οι διωγμοί των κατασταλτικών μηχανισμών εναντίον των συντεχνιών κι επίσης, ότι παραχωρήθηκαν στους ανθρώπους χωρίς χάραγμα κάποια μικρά συναλλακτικά δικαιώματα με τους εργάτες και τους ιδιοκτήτες κάποιων πολύ μικρών θυγατρικών εταιριών.
Η πρώτη συντεχνία που ιδρύθηκε -και στα πρότυπά της ακολούθησε πρώτα η συντεχνία των ετέρων κι έπειτα κι οι άλλες- ήταν η δική μας, η συντεχνία των ρακοσυλλεκτών, αφού το ψάξιμο των σκουπιδιών ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει για να επιβιώσει ένας άνθρωπος χωρίς χάραγμα εκείνα τα χρόνια. Ιδρυτής της ήταν ο Άλκμαρ, αξιωματικός του στρατού της Ισοπολιτείας12 που επέζησε από τη μάχη του Πέραν. Ο Άλκμαρ παρέμεινε επικεφαλής της καθοδήγησης της συντεχνίας για πάρα πολλά χρόνια, αλλά σήμερα έχει πια αποσυρθεί από την ενεργό δράση και ζει στην Αθήνα -πρωτεύουσα των τεχνών και της διασκέδασης- μαζί με την πολύ νέα και πολύ όμορφη γυναίκα του, την Όλαλά, μεγάλη σταρ της sex top μουσικοχορευτικής σκηνής με πολλά εκατομμύρια θαυμαστές σε όλον τον κόσμο. Η Όλαλά, ως σταρ που είναι, έχει το προνόμιο της κατοχής ψευδοχαραγμάτων, χάρτινων δηλαδή χαραγμάτων που αντιστοιχούν σε μονάδες ευμάρειας. Ο Άλκμαρ παρόλο που έχει αποσυρθεί, είναι επίτιμο μέλος της καθοδήγησης της συντεχνίας και πάντα παρών, όταν τα πράγματα σοβαρεύουν κι η συντεχνία χρειάζεται την εμπειρία του και το σεβασμό που αυτός εμπνέει ακόμα και στους μετόχους των εταιριών. Γι αυτό εμείς μεταξύ μας τον λέμε "ο Επίτιμος".
- "Βοτανειάτη, τα πόδια στην πλάτη", ούρλιαξε ο Κιάι καθώς διάβαζα απορροφημένος το έγγραφο της Ύπατης Αρμοστείας, χωρίς όμως να μπορώ να βγάλω νόημα, ούτε για την προέλευσή του, ούτε για τους αποδέκτες, ενώ το περιεχόμενο ήταν εντελώς ακατανόητο. Ένας φύλακας απέναντί μας κράδαινε ένα τεράστιο ξίφος ηλεκτροπαραλυτικών κυμάτων κι ήταν τώρα η σειρά του να ουρλιάξει απειλητικά:
- "Παγώστε με χέρια επί κεφαλής"!
Αντί για τη διαταγή του φύλακα για "χέρια επί κεφαλής", προτίμησα να ακολουθήσω την προτροπή του Κιάι για "τα πόδια στην πλάτη". Δεν ήξερα ότι είμαι τόσο γρήγορος κι ευκίνητος, εντυπωσιάστηκα από τον εαυτό μου, αφού έφτασα στο φράχτη και τον πέρασα με ένα σάλτο αιλουροειδούς, πριν κι από τον υπεργυμνασμένο σύντροφό μου! Βέβαια, για να μην είμαι άδικος, πρέπει να πω ότι είχε φορτωθεί στην πλάτη του και κουβαλούσε τους παραγεμισμένους σάκους και των δυο μας. Αλλά ακόμα κι έτσι, ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε μένα και σε κείνον εξακολουθεί να είναι άνισος κι είμαι πολύ περήφανος γι αυτή τη νίκη μου, πολύ περισσότερο που με βοήθησε να παραμείνω ζωντανός και να μπορώ τώρα να καυχιέμαι!
Καθώς τρέχαμε στους δρόμους της Βούδας με τη φρουρά ξωπίσω μας, ένιωθα όλο και δυνατότερος, όλο και νεότερος, αν και ο φόβος μού είχε παγώσει το αίμα, τα πόδια μου είχαν πάρει φωτιά. Σκοπός μας ήταν να φτάσουμε μέχρι την Τετραρχία, μια πολύ παλιά και γραφική αλλά κακόφημη συνοικία της πόλης, με δρόμους τόσο στενούς και μπερδεμένους που μας έδιναν πολλές πιθανότητες να ξεφύγουμε από τους βαριά οπλισμένους και δυσκίνητους διώκτες μας. Ευτυχώς για μας, στα πέτρινα σοκάκια του ιστορικού κέντρου της Βούδας, είναι σχεδόν αδύνατο να ελιχθεί οποιοδήποτε όχημα της φρουράς, εδάφους ή αέρος, εκτός από το εναέριο ιππικό, που όμως, επειδή κοστίζει πολύ να επαναφορτιστούν οι ηλιακοί συσσωρευτές των ίππων, αναλαμβάνει δράση μόνο σε περιπτώσεις που απειλείται σοβαρά η ασφάλεια της πόλης ή της Ύπατης Αρμοστείας. Εμείς φαίνεται δεν θεωρηθήκαμε τέτοια περίπτωση από τους αξιωματικούς της φρουράς. Στο εγγύς μέλλον θα αποδεικνυόταν πως έκαναν λάθος: αυτή η παρορμητική κι απελπισμένη επιδρομή μας στα σκουπίδια του Ύπατου Αρμοστή, ήταν μοιραία για το ίδιο το εταιρικό σύστημα διακυβέρνησης!
Όπως στρίψαμε στον κεντρικό δρόμο της Τετραρχίας, μια ομάδα σκοπευτών φάνηκε πίσω μας, ήμασταν σε απόσταση πάνω από εκατό μέτρα από αυτούς, έξω από το βεληνεκές των ποζιτρονιοτυφεκίων τους, αλλά ήταν γρήγοροι και με ελαφρύ οπλισμό. Μας πλησίαζαν επικίνδυνα και γι αυτό στρίψαμε σε ένα στενάκι, εκεί βρήκαμε μπροστά μας άλλη μια ομάδα της φρουράς, ευτυχώς όχι σκοπευτές. Ήμασταν χαμένοι, με τους σκοπευτές πίσω μας και τους ξιφοφόρους μπροστά μας έπρεπε ή να παραδοθούμε ή να παλέψουμε. Στην πρώτη περίπτωση θα καταλήγαμε στις φυλακές της υπέρτατης αρχής και θα περνάγαμε το υπόλοιπο της ζωής μας δουλεύοντας σε καταναγκαστικά έργα για λογαριασμό των εταιριών, ενώ στη δεύτερη περίπτωση θα πεθαίναμε επί τόπου. Τουλάχιστον είχαμε επιλογές...
Και ξαφνικά ο δρόμος γέμισε πουτάνες! Συντρόφισσες πουτάνες πανέμορφες, ψηλές, άλλες σχεδόν γυμνές κι άλλες με φορέματα ως τον αστράγαλο και καπέλα με φτερά, βγαίναν από κάθε πόρτα κόβοντας το δρόμο στους φύλακες, μπερδεύοντάς τους και καθυστερώντας τους. Γενναίες και προκλητικές, τους αρπάζανε και χορεύανε μαζί τους ενώ αυτοί σαστισμένοι και τσαλαπατημένοι προσπαθούσαν να ανοίξουν δρόμο ανάμεσα σε αυτή τη λαγνοθάλασσα και να ανακτήσουν οπτική τουλάχιστον επαφή μαζί μας. Μια πόρτα άνοιξε δίπλα μας και μια γυναίκα μάς έγνεψε χαμογελώντας να μπούμε. Θαμπωμένοι κι ευγνώμονες ακολουθήσαμε την αρκετά σιτεμένη αλλά ακόμα λαμπερή τσατσά.
- "Ελάτε, ελάτε" μας καλοδέχτηκε, "να ξαποστάσετε λίγο και να σας φιλέψουμε κάτι.... Φτωχές γυναίκες βέβαια είμαστε και μεις, δεν έχομε πολλά, αλλά όλο και κάτι θα βρεθεί από το υστέρημά μας να σας περιποιηθούμε...".
Βέβαια το μπουρδέλο αυτό, δεν έμοιαζε για σπίτι με φτωχές πουτάνες. Ήταν μεγάλο, άνετο και καλοφτιαγμένο, προορισμένο μάλλον να δέχεται εργάτες της μεσαίας τάξης, γενναιόδωρους και με πλεονάζον εισόδημα. Στην πραγματικότητα, αντίθετα από τις συναδέλφους τους του δρόμου ή των φτηνών, λαϊκών σπιτιών, τίποτα δεν λείπει από αυτές τις γυναίκες, έχουν όλα τα αγαθά σε αφθονία. Όμως είναι μια αρχαία παράδοση να κλαίγονται για τη φτώχεια τους και την κακή τους μοίρα και να παριστάνουν τις αξιολύπητες: δεν το κάνουν από τσιγγουνιά ή μικροψυχία, είναι απλά παράδοση. Μάλλον είναι κατάλοιπο των παλιών χρόνων, τότε που δεν υπήρχε η συντεχνία κι οι πόρνες ήταν στα χέρια "προστατών" που τις εκμεταλλεύονταν σαν φτηνά αναλώσιμα υλικά. Δεν έδιναν καμιά σημασία στην ασφάλεια και την υγεία τους και συχνά τις χτυπούσαν αν δεν έβγαζαν αρκετά. Οι περισσότερες από αυτές, πέθαιναν ή από κάποια φριχτή αρρώστια ή από κάποιον ανώμαλο ψυχασθενή δολοφόνο. Όλα αυτά όμως αλλάξαν όταν φτιάχτηκε η συντεχνία τους. Σήμερα κι οι φτωχότερες πόρνες, δουλεύουν σε συνθήκες απόλυτης ασφάλειας για την οποία φροντίζει η συντεχνία κι απολαμβάνουν την αλληλεγγύη των συναδελφισσών τους.
- "Ευχαριστούμε κυρά", απάντησα, "εσύ και τα κορίτσια σου σώζεται τη ζωή μας..."
- "Τι λες ομορφονιέ μου! Οι άνθρωποι χωρίς χάραγμα είμαστε όλοι αδέλφια! Πουτάνες, ρακοσυλλέκτες, τζουτζέδες ή βοθροκαθαριστές... δεν έχει σημασία!"
- "Είμαι ο Κιάι κι αυτός είναι ο σύντροφoς Βοτανειάτης" είπε ο μικροσκοπικός κίτρινος φίλος μου, φιλώντας της το χέρι και κάνοντας μια υπόκλιση ως το πάτωμα, "τιμή μας που σε γνωρίζουμε μαντάμ".
- "Είμαι η Σωσώ η νοικοκυρά αυτού του φτωχικού κι είμαι αληθινά χαρούμενη που θα μείνετε απόψε μαζί μας..." ανταπέδωσε το χαιρετισμό η τσατσά "θα κάνω τα πάντα για να νιώσετε σαν να είστε σπίτι σας".
Αυτό το τελευταίο δεν μου φάνηκε και πολύ σπουδαίο σαν υπόσχεση, αφού οι ρακοσυλλέκτες δεν έχουμε σπίτι! Το κατάλαβε η γριά πουτάνα πως είπε μωρία κι έβαλε τα γέλια.
- "Ή έστω σαν να είστε σε μπουρδέλο!" πρόσθεσε, δίνοντας στην υπόσχεσή της αληθινό νόημα.
Στο τελείωμα της στενής και σκοτεινής σκάλας, μπήκαμε σε μια τεράστια και ολοφώτιστη σάλα. Υπήρχε αναμμένη φωτιά, παχιά χαλιά και μάλλινες φλοκάτες στρωμένα και μαλακά μαξιλάρια γύρω από μια τάβλα χαμηλή. Πέντε ή έξι όμορφα κορίτσια βρίσκονταν εκεί, άλλες στέκονταν όρθιες κι άλλες κάθονταν στα μαξιλάρια. Καθίσαμε κι εμείς ανάμεσά τους κι ύστερα από τις συστάσεις που οι ευγενικοί άνθρωποι συνηθίζουν σε τέτοιες περιστάσεις, η κυρά-Σωσώ έδωσε εντολή να μας φέρουν να φάμε.
Καθώς τα κορίτσια πηγαινοέρχονταν με γεμάτες πιατέλες, σκεφτόμουνα πόσο εξοργιστικά απρόβλεπτη είναι η ζωή - παρόλο που οι αστρομάντεις του ιερατείου υποστηρίζουν ότι όλα είναι γραμμένα με λεπτομέρειες στ' άστρα κι αυτοί ξέρουν να τα διαβάζουν. Ίσως και να έχουν δίκιο, αλλά για εμάς τους ανίδεους που δεν ξέρουμε τη γλώσσα του συμπαντικού ρυθμού, σε κάθε δευτερόλεπτο της ύπαρξής μας παραμονεύει το άγνωστο. Πόσα δεν γίνανε σε λίγα λεπτά! Πόσες φορές δεν γράφτηκε το σενάριο του υπόλοιπου της ζωής μας! Ήσυχοι κι αμέριμνοι αν και πεινασμένοι, ψάχναμε τα σκουπίδια κι από μια απερισκεψία της στιγμής το μέλλον μαύρισε. Για μερικά δευτερόλεπτα ήμασταν κιόλας νεκροί, ορκίζομαι πως είδα το χάρο να μου χαμογελά ειρωνικά! Και να' μαστε τώρα στον παράδεισο, όχι όμως νεκροί, αλλά ολοζώντανοι, ασφαλείς, άνετοι και ζεστοί, να μας περιποιούνται νέες κι όμορφες γυναίκες λες κι είμαστε μεγαλομέτοχοι! Και φυσικά το καλύτερο θα ερχόταν μετά το δείπνο, όπως ορίζει το πρωτόκολλο φιλοξενίας σε οίκο ανοχής είτε πληρώσεις είτε όχι! Γδύνοντας με τα μάτια ένα - ένα τα κορίτσια προσπαθούσα να αποφασίσω σε ποιας το κρεβάτι θα κοιμόμουν, ενώ ο άξεστος Κιάι είχε ήδη βουτήξει δυο από τις κυρίες της παρέας και τις χαϊδολογούσε. Αυτές ανταποκρίνονταν με γελάκια και χαρούλες και τον τάιζαν στο στόμα.
- "Λοιπόν αγόρια, γιατί σας στρώσαν στο κυνήγι οι λεβεντοπορδόμαγκες του έπαρχου?" ρώτησε η κυρά - Σωσώ αφού αποφάγαμε και πίναμε ένα ζεστό ρόφημα από κόκκους κακάο και καφέ, που χαλαρώνει από το στρες και δίνει ενέργεια, ευεξία κι αντοχή στη σεξουαλική πράξη.
- "Γιατί ο Κιάι είχε την αστεία ιδέα να ψάξουμε στα σκουπίδια του ανακτόρου της Ύπατης Αρμοστείας", απάντησα.
- "Πράγματι πολύ αστεία ιδέα" είπε γελώντας η οικοδέσποινά μας, "που παραλίγο να έχει τραγικά αποτελέσματα".
- "Και τι να κάναμε δηλαδή?" ξέσπασε θιγμένος ο Κιάι, "τόσες μέρες δεν βρίσκαμε τίποτα χρήσιμο στα σκουπίδια όλης της πόλης κι είδες πόσα ωραία πράγματα βρήκαμε μαζεμένα εκεί!"
- "Αλήθεια, τι είναι αυτό που συμβαίνει στην πόλη σας με τα σκουπίδια? Μέρες τώρα δεν βρίσκουμε παρά μόνο άδειους κάδους!"
- "Δεν είσαστε καιρό εδώ?"
- "Καμιά βδομάδα. Ερχόμαστε από τη Σόφια. Εκεί υπήρχε αφθονία..."
- "Και στα σκουπίδια και στις γυναίκες!" πρόσθεσε ο Κιάι.
- "Ε! Τι να πω! Φαίνεται πως οι "Βουδιστές" έχουν καλύτερους τρόπους κι είναι πιο σοφοί από τους "Σοφιστές" και δεν βγάζουν τα σκουπίδια τους στο δρόμο!" είπε λιγάκι θιγμένη η τσατσά. "Καλύτερους τρόπους όχι μόνο με τα σκουπίδια αλλά και με τις γυναίκες!" πρόσθεσε αγριοκοιτάζοντας τον απορροφη-μένο στο να μπαλαμουτιάζει τα κορίτσια της Κιάι.
- "Συγχώρεσε το σύντροφό μου κυρά, αν λέει και καμιά ανοησία, δεν είναι από κακία" της ψιθύρισα στο αυτί "παρά την ηλικία του είναι αφελής σα μικρό παιδί."
- "Δεν παρεξηγώ εγώ, δεν παρεξηγώ" γέλασε η κυρά - Σωσώ "άλλωστε φαίνεται πως είναι στο μυαλό λειψός! Ελάτε όμως τώρα να σας πάμε στα ιδιαίτερά σας να πλαγιάσετε με όποιο κορίτσι θέλετε και να ξαποστάσετε. Σε λίγο θ΄αρχίσουν να έρχονται πελάτες..."
Διάλεξα μια αδύνατη μελαχρινή με καστανοπράσινα μάτια κι ευγενικά χαρακτηριστικά ενώ ο Κιάι μια χυμώδη πανύψηλη ξανθιά, που δίπλα της έμοιαζε παιδάκι! Ωστόσο, τη σήκωσε στην αγκαλιά του με ευκολία κι ανέβηκε τρέχοντας τη σκάλα που πήγαινε προς τα ιδιαίτερα, ενώ εγώ με το μελαχρινάκι μου τους ακολουθήσαμε πιασμένοι χέρι - χέρι.
Η Περλίν -έτσι έλεγαν τη δικιά μου κοπέλα- δεν ήταν πάνω από είκοσι χρονών κι όμως μου είπε ότι ήταν ήδη εφτά χρόνια στο σπίτι, τα δυο πρώτα σαν δόκιμη. Ήταν κόρη γελωτοποιών. Όταν κάποτε οι γονείς της ζήτησαν φιλοξενία από τη μαντάμ - Σωσώ, η μικρή Περλίν ενθουσιάστηκε από τη χαρούμενη ατμόσφαιρα του μπουρδέλου και τον καλοσυνάτο χαρακτήρα της μαντάμ. Έτσι αποφάσισε να μείνει για να μάθει την τέχνη. Οι γονείς της δέχθηκαν με χαρά την απόφασή της, αφού οι επιτυχημένες ετέρες έχουν την καλύτερη και πιο άνετη ζωή ανάμεσα στους ανθρώπους χωρίς χάραγμα. Η μαντάμ της φέρθηκε σαν να ήταν δική της κόρη. Της έδωσε καλή μόρφωση και της έμαθε την υψηλή τέχνη της σωματικής και πνευματικής ικανοποίησης των αντρών κι όταν ήρθε η ώρα κι η ίδια η Περλίν το θέλησε, η μαντάμ της διάλεξε τον καλύτερο σύντροφο για το κρεβάτι της, ένα νεαρό από τη συντεχνία των υπαίθριων διασκεδαστών, όμορφο, ευγενικό κι ευαίσθητο. Για δυόμισι φεγγάρια κοιμότανε μαζί της, φέρνοντάς της κάθε βράδυ για δώρα ό,τι ομορφότερο μάζευε από τις παραστάσεις του στους δρόμους της Βούδας. Σε όλο αυτό το διάστημα η μαντάμ Σωσώ δεν του ζήτησε τίποτα για το σπίτι, παρόλο που θα μπορούσε να έχει δώσει τη μικρή παρθένα σε κάποιο πλούσιο μέτοχο έναντι πολύ παχιάς αμοιβής. Άφηνε τους δυο νέους ανενόχλητους να χαίρονται τον έρωτά τους τέτοια καρδιά είχε! Μέχρι που ο νεαρός διασκεδαστής έφυγε από τη Βούδα για να συνεχίσει τις παραστάσεις του στην Βιένα κι ύστερα από κει ποιος ξέρει που. Δεν τον ξανάφερε ο δρόμος του στη Βούδα η κι αν τον ξανάφερε, θα προτίμησε την αγκαλιά κάποιας άλλης πουτανίτσας, η Περλίν πάντως δεν τον ξαναείδε ποτέ.
Είπαμε κι άλλα πολλά με την Περλίν, για τη ζωή της κι όχι μόνο. Βλέπεις, είχαμε άφθονο χρόνο για κουβέντα, αν και γαμηθήκαμε πολύ (είχα μήνες να βρεθώ με γυναίκα), αφού οι επιδόσεις πρωταθλητή του Κιάι από το διπλανό δωμάτιο και οι φωνές της Ντιντό (της κοπέλας του) δεν μας επέτρεπαν να κοιμηθούμε.
- "Μα επιτέλους! Θα σταματήσει ποτέ?" ξέσπασε κάποια στιγμή η Περλίν απορημένη "εκτός που νυστάζω, λυπάμαι και την καημένη τη Ντιντό... Θα τη διαλύσει!"
- "Υπερβάλλεις! Αν δεν της αρέσει γιατί δεν του ζητά να σταματήσει?"
- "Γιατί ντρέπεται! Να την περάσει για καμιά δύσκολη?"
- "Η φίλη σου καλά θα κάνει να αφήσει τις ντροπές και να πει ξεκάθαρα ότι δεν θέλει άλλο. Ο Κιάι στα νιάτα του ήταν πρωταθλητής στο παγκράτιο, την πάλη και την πυγμαχία κι έχει υποστεί γενετική βελτίωση!"
- "Άντε! Υποτίθεται ότι αυτό απαγορεύεται!"
- "Ω, ναι! Σίγουρα απαγορεύεται! Αλλά στην περίπτωση του Κιάι φαίνεται πως κάνανε κάποια εξαίρεση γιατί είναι ομορφόπαιδο."
- "Με κοροϊδεύεις ε?"
- "Αν δε με πιστεύεις δεν έχεις παρά να ρωτήσεις τη φίλη σου! Αύριο αποκλείεται να περπατάει αλλά ίσως να μπορεί ακόμα να μιλάει!"
Πετάχτηκε από το κρεβάτι κι έτρεξε έξω έτσι όπως ήταν, ολόγυμνη. Άκουσα που χτύπαγε την πόρτα του διπλανού δωματίου - εκεί που ήταν ο Κιάι κι η Ντιντό. Έπειτα από λίγα λεπτά γύρισε στο δωμάτιό μας χαμογελαστή.
- "Εντάξει! Την έσωσα!" είπε με αυτοθαυμασμό "μάλωσα το φίλο σου ότι δεν είναι σωστό να καταχράται τη φιλοξενία μας και να ρημάζει την περιουσία του σπιτιού! Να τον έβλεπες πως έκανε! Μόνο που δεν έβαλε τα κλάματα!"
- "Ο Κιάι είναι πολύ ευαίσθητος, δεν πρέπει να του μιλάς απότομα."
- "Κατέβασε τα μάτια στο πάτωμα κι άρχισε να δικαιολογείται ότι παρασύρθηκε γιατί του αρέσει πολύ η Ντιντό κι ότι δεν ήθελε να φανεί αχάριστος σε μας που μας χρωστάτε τη ζωή σας κι άλλα τέτοια! Ήταν τόσο αστείος!"
- "Ωραία! Θα μπορέσουμε επιτέλους να κοιμηθούμε!"
Η Περλίν με καληνύχτισε μένα φιλί κι έσβησε το κερί. Καθώς το σώμα μου ξεκουραζότανε στα μαλακά στρωσίδια, κάτω από τις ζεστές μάλλινες κουβέρτες, μύριζα το δέρμα της... Μα τι μου θύμιζε αυτή η μυρωδιά? Μου ήρθε η επιθυμία να της κάνω έρωτα άλλη μια φορά, αλλά σκέφτηκα ότι δεν ήταν σωστό να "καταχραστώ τη φιλοξενία" αυτών των ευγενικών γυναικών... Όμως τι μου θύμιζε αυτή η μυρωδιά? Ένιωσα το χέρι της ελαφρύ στον ώμο μου...
- "Βοτανειάτη κοιμήθηκες?"
- "Όχι, τι είναι?", για μια στιγμή μου πέρασε απ’το μυαλό ότι μπορεί κι αυτή να είχε την ίδια επιθυμία με μένα και χάρηκα.
- "Να, σκεφτόμουνα... Ο Κιάι..."
- "Ο Κιάι, τι?"
- "Αυτή η γενετική παρέμβαση... δεν θα έχει κάποτε επιπτώσεις στην υγεία του? Έτσι έχω ακούσει..."
- "Θα ζήσει πολύ λιγότερο από όσο θα ζούσε φυσιολογικά και θα πεθάνει μάλλον από κάποια φριχτή αρρώστια... αυτό εννοείς?"
Δεν ξαναμίλησε. Την ένιωθα όμως που έκλεγε βουβά, σαν να πενθούσε κιόλας κάποιον δικό της... Δεν είχε δίκιο, γιατί ο Κιάι για την ώρα ήταν ολοζώντανος και στην πραγματικότητα δεν ήταν καθόλου σίγουρο ότι εγώ ή και η μικρή Περλίν ακόμα, θα ζούσαμε περισσότερο από αυτόν. Κανείς μας δεν έχει συγκεκριμένο ραντεβού με το θάνατο, τουλάχιστον δεν το ξέρουμε. Αλλά τέλος πάντων, η Περλίν δεν είναι παρά ένα άψητο στη ζωή κι ευαίσθητο κοριτσάκι και συγκινήθηκε. Την αγκάλιασα τρυφερά για να την παρηγορήσω. Για να πω την αλήθεια, μου πέρασε από το μυαλό η σκέψη πως αν δειχτώ κι εγώ ευαίσθητος, ίσως να θελήσει κι αυτή να με "παρηγορήσει" για την τραγική μοίρα του φίλου μου! Έτσι όπως την κρατούσα στην αγκαλιά μου με τα μάτια μου κλειστά, η μυρωδιά της με πλημμύρισε, την ένιωθα σχεδόν να κυλάει στο αίμα μου... Και τότε θυμήθηκα αυτή τη μυρωδιά, τη ζεστή και δροσερή συνάμα. Ήταν η δική σου μυρωδιά Στέλλα Λεμπώ.

1 Συντεχνίες και άνθρωποι χωρίς χάραγμα: ελεύθερες κοινότητες αλληλεγγύης, στις οποίες είναι οργανωμένοι όσοι δεν δέχονται να γίνουν υπήκοοι κάποιας εταιρίας και να πάρουν το χάραγμα
2 Χάραγμα: ένα είδος bar-code, αόρατο και ανεξίτηλο, που σταμπάρεται στον καρπό όλων των υπηκόων των εταιριών, εργατών ή μετόχων. Είναι ο προσωπικός αριθμός καταχώρησης, κάθε υπηκόου εταιρικού κράτους. Σε αυτόν τον αριθμό πιστώνεται τις "μονάδες ευδαιμονίας", δηλαδή τις παγκόσμιες νομισματικές μονάδες, που του αντιστοιχούν ως αμοιβή για την εργασία του ή ως κέρδη από τις εταιρικές μετοχές του και χρεώνεται για τις αγορές του. Όποιος δεν έχει χάραγμα, αποκλείεται από κάθε οικονομική συναλλαγή, δεν μπορεί ούτε να πουλήσει ούτε να αγοράσει
3 Στάμπουλα Πα: η παγκόσμια πρωτεύουσα των εταιριών και έδρα της Υπέρτατης Αρχής. Βρίσκεται στη θέση της αρχαίας Κωνσταντινούπολης ή Ινσταμπούλ
4 Παγκόσμια θρησκεία : η "αποκρυφιστική αστρολογία" που βασίζεται στη δογματοποίηση των βασικών αρχών της παραδοσιακής αστρολογίας και αντικατέστησε όλες τις άλλες θρησκείες. Είναι η μόνη αναγνωρισμένη θρησκεία και διά νόμου κυρίαρχη
5 Ύπατος Αρμοστής: ανώτατος τοπικός διοικητής, εκπρόσωπος του Ύπατου. Έπαρχος
6 Υπέρτατη Αρχή: παγκόσμια κυβέρνηση, ανώτερη από τις κυβερνήσεις των εταιρικών κρατών
7 Υπατεία, Ύπατος: η Υπέρτατη Αρχή λέγεται και Υπατεία, εξαιτίας του επικεφαλής της, του Ύπατου. Ο Ύπατος είναι εκλεγμένος μεν, ισόβιος δε
8 Σύγκλητος, συγκλητικοί: η σύγκλητος είναι συλλογικό σώμα με αρμοδιότητα να συμβουλεύει και να ελέγχει τον Ύπατο. Οι αποφάσεις της όμως δεν τον δεσμεύουν. Η σύγκλητος μπορεί να ασκήσει βέτο σε απόφαση του Ύπατου μόνο με ομόφωνη απόφαση
9 Άνθρωποι με χάραγμα: οι υπήκοοι των εταιρικών κρατών όσοι δέχτηκαν το χάραγμα.
10 Πολιτεία των Ίσων Ανθρώπων:  πολιτειακή κοινότητα που στηρίχτηκε στις αρχές της ισότητας, της ελευθερίας, της κοινοκτημοσύνης και της ανθρωπιστικής αλληλεγγύης. Η Π.Ι.ΑΝ δεν ενδιαφερόταν για την παραγωγή πλούτου αλλά για μια εναρμονισμένη με τη φύση ζωή με όσο το δυνατόν λιγότερες υλικές ανάγκες αλλά με περισσότερα συναισθήματα και ανθρωπιά.
11 Εργάτες: οι υπήκοοι των εταιριών που παρέχουν εξαρτημένη εργασία. Οι "υπάλληλοι κι εργάτες".
12 Ισοπολιτεία: Η Πολιτεία των Ίσων Ανθρώπων